συμποιώ

συμποιώ
-έω, ΜΑ [ποιῶ]
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῡντος αὐτοῑς τοῡ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμποιῶ — συμποιέω help pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμποιέω help pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμποιέω help pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμποιέω help pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • συμποιητής — ὁ, Μ [συμποιῶ] (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδας) συνδημιουργός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”